- πύρνος
- πύρν-ος, ὁ,= ψωμός, Id.: pl., expld. by ζειαὶ κνηστώδεις, ὁ κατειργασμένος σῖτος, χόρτος or μαγίς, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πύρνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρνος — ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῡ ἄρτου» 3. στον πληθ. πύρνοι (κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
πύρνοι — πύρνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρνους — πύρνος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… … Dictionary of Greek
πυρναίος — αία, ον, Α κατάλληλος για βρώση, εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος* ή πύρνον + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
πυρνοτόκος — ον, Α (για εδαφική έκταση) αυτός που παράγει τροφή («πυρνοτόκος ἄρουρα», Υμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. καρπο τόκος] … Dictionary of Greek
πύρνον — τὸ, Α 1. σταρένιο ψωμί 2. (κυρίως) ψωμί από αλεύρι με πίτυρα 3. τροφή, φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πύρνος* με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ύρνηται — Α [πύρνος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐσθίηται» … Dictionary of Greek
πύρνον — wheaten bread neut nom/voc/acc sg πύρνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρνου — πύρνον wheaten bread neut gen sg πύρνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)